- άχλοος
- -η, -οαυτός που δεν έχει χλόη: Έβγαινε ο Φλεβάρης και τα χωράφια ήταν άχλοα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄχλοος — without herbage masc/fem nom sg ἄχλοος without herbage masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχλοος — ἄχλοος, ον (AM) και (συνηρημένο) ἄχλους, ουν (Α) [χλόη] ξερός, μαραμένος αρχ. ο χωρίς χλόη … Dictionary of Greek
ἄχλοον — ἄχλοος without herbage masc/fem acc sg ἄχλοος without herbage neut nom/voc/acc sg ἄχλοος without herbage masc/fem acc sg ἄχλοος without herbage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχλοα — ἄχλοος without herbage neut nom/voc/acc pl ἄχλοος without herbage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχλους — ἄχλοος without herbage masc/fem nom pl ἄχλοος without herbage masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὤχλῳ — ἄχλῳ , ἄχλοος without herbage masc/fem/neut dat sg ὄχλῳ , ὄχλος crowd masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)